Marianna

Επιστήμη - Τέχνη
Όλοι οι άνθρωποι, χρησιμοποιούμε το ίδιο εργαλείο - τον ανθρώπινο εγκέφαλο, για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας. Επιστήμονες και καλλιτέχνες, ερευνούμε και ανακαλύπτουμε άλλοτε χρησιμοποιώντας τη λογική σκέψη και άλλοτε τη διαίσθηση, άλλοτε την εμπειρική γνώση και άλλοτε τη φαντασία. Ερώτημα - πείραμα - αποτέλεσμα - και ξανά απ' την αρχή.

Θεωρητικό υπόβαθρο έρευνας 
(Μερικά αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα που λειτούργησαν σαν θεωρητικό υπόβαθρο, από τα βιβλία:
Το Δέντρο Της Γνώσης, H. Maturana &  F. Varela, Εκδόσεις Κάτοπτρο. 
Οι Παράλληλοι Εαυτοί Μας, Ε. Σαββάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)

Το γεγονός ότι είμαστε συγκροτημένοι μέσα στο λόγο δε σημαίνει κατ' ανάγκη και ότι ο λόγος μας αποκαλύπτει ποιοι είμαστε.

Τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μας λειτουργούν παράλληλα με ανεξάρτητη αντίληψη, μνήμη και δράση και εκφράζονται με πρόσθετη εξωλεκτική συμπεριφορά επιπλέον της λεκτικής επικοινωνίας.

Μόνο το ένα από τα δύο ημισφαίρια έχει πρόσβαση στο λόγο και άρα μπορεί να εκφραστεί με σκέψεις. Ο συνειδητός ομιλών εαυτός μας υποδέχεται μόνο το αποτέλεσμα της σκέψης, το οποίο μπορεί και να δηλώσεις λεκτικά.

Φαίνεται ότι το ημισφαίριο που δεν έχει πρόσβαση στο λόγο (εξωλεκτικό σύστημα) είναι υπεύθυνο για τις αποτελεσματικές δημιουργικές κινήσεις ενώ το λεκτικό σύστημα μπορεί μόνο εκ των υστέρων να κρίνει την κινητική δραστηριότητα που έχει ήδη εκτελεσθεί.

Οι εξωλεκτικές σκέψεις και μνήμες αγνοούνται από τον ομιλούντα εαυτό μας, ο οποίος τείνει να ερμηνεύει τις προκαλούμενες από το εξωλεκτικό σύστημα συμπεριφορές με βάση τη σειριακή, αναλυτική σκέψη και με βάση κοινωνικά πιστεύω και υπερεγωτικές ιδέες, κατασκευάζοντας μια συνδυαστική λογική θεωρία (όχι απαραίτητα σωστή!)

Η συνείδηση δεν πρέπει να ταυτίζεται μόνο με τη λεκτική μαρτυρία του ατόμου στο βαθμό που υπάρχει εξωλεκτική συνείδηση για την οποία δεν είναι απαραίτητα ενήμερο το ομιλούν σύστημα.

Η διαίσθηση και η λογική απορρέουν από την λειτουργία διαφορετικών εγκεφαλικών υποσυστημάτων που λειτουργούν ανεξάρτητα, άλλοτε συμπληρωματικά και άλλοτε ανταγωνιστικά. Το δημιουργικό άτομο χρησιμοποιεί την λεκτική (σειριακή, αναλυτική) λογική ως εργαλείο και την διαίσθηση (εξωλεκτική, παράλληλη, ολιστική σκέψη) ως πηγή έμπνευσης.

Οι λογικές αντιλήψεις μας είναι το τελικό αποτέλεσμα της έμφυτης ικανότητας του εγκεφάλου να σχηματίζει νόημα από τις ιδιότητες του κόσμου, για τις οποίες τα περιφερειακά αισθητήρια όργανα μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο περιορισμένα στοιχεία.
Η αντίληψη είναι δημιουργική εργασία, ο εγκέφαλος προσδοκά να σχηματίσει ορισμένες εικόνες. Μετατρέπει αυτό που βλέπει, σε μία εικόνα με νόημα.

Έχουμε την τάση να ζούμε σένα κόσμο βεβαιότητας, ένα κόσμο αναμφισβήτητων και ακλόνητων αντιλήψεων. Οι πεποιθήσεις μας μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τα πράγματα είναι όπως τα βλέπουμε και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση σε ό,τι θεωρούμε αληθινό. Είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε καθημερινά, η πολιτιστική μας συνθήκη, ο κοινός μας τρόπος να είμαστε άνθρωποι.

Σε κάθε γνωστική εμπειρία το υποκείμενο της γνώσης εμπλέκεται με τρόπο προσωπικό που έχει τις ρίζες του στη βιολογική δομή, για την οποία κάθε εμπειρία βεβαιότητας αποτελεί ένα ατομικό φαινόμενο τυφλό στις γνωστικές ενέργειες των άλλων ατόμων. Η εν λόγω απομόνωση μπορεί να ξεπεραστεί μόνο σε ένα κόσμο που δημιουργείται από κοινού με αυτά τα άτομα.

Κάθε γνωστική διαδικασία δεν είναι διαδικασία αντανάκλασης του πραγματικού κόσμου, αλλά αντίθετα, διαδικασία παραγωγής και οικοδόμησης ενός κόσμου, ο,τιδήποτε λέγεται, λέγεται από έναν παρατηρητή. Κάθε σκέψη γεννά ένα κόσμο και σαν τέτοια είναι μία ανθρώπινη δράση που πραγματοποιείται από συγκεκριμένο άτομο σε συγκεκριμένο τόπο.
Η γνώση ως ενεργητική δραστηριότητα, επιτρέπει σε ένα έμβιο ον να συνεχίζει να υπάρχει μέσα σε καθορισμένο περιβάλλον δημιουργώντας ταυτόχρονα τον δικό του κόσμο.

Ο κύριος Κ. υπέστη αφαίρεση του ιππόκαμπου και δεν μπορούσε να συγκρατήσει στη μνήμη του καμία καινούρια πληροφορία για περισσότερο από 10 λεπτά. Έμαθε να εκτελεί κινητικές δοκιμασίες και παρουσίασε σταθερή καθημερινή βελτίωση στην επίδοσή του παρόλο που σε κάθε νέα προσπάθεια δεν θυμόταν (όπως δήλωνε λεκτικά) να έχει πραγματοποιήσει την ίδια άσκηση στο παρελθόν.

Επιδρώντας οι επιστήμονες, στο βουβό (εξωλεκτικό) ημισφαίριο ενός ανθρώπου, τον γαργάλισαν. Στην συνέχεια επιδρώντας στο λεκτικό ημισφαίριο τον ρώτησαν γιατί γέλασε. Εκείνος απάντησε: "Γέλασα γιατί μου είπες ένα αστείο". Την εμπειρία του γαργαλητού την είχε ζήσει με το βουβό του ημισφαίριο που δεν μπορεί να εκφραστεί λεκτικά. Το λεκτικό ημισφαίριο που δεν τη θυμόταν, βρήκε μία λογική εξήγηση στο γιατί μπορεί να είχε γελάσει.

Πειράματα
(Κινητικό υλικό θεωρούμε μία σειρά κινήσεων που κάνει κάποιος στο χώρο και χρόνο.)

Βλέπουμε ένα κινητικό υλικό. Προσπαθούμε να το αποδώσουμε λεκτικά.
Πόσο διαφορετικές είναι περιγραφές που δίνουμε? Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η διαδικασία για τον καθένα από εμάς? Πως προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την ερώτηση "Τι είδες?"

Βλέπουμε ένα κινητικό υλικό. Προσπαθούμε να το αποδώσουμε κινητικά χωρίς να το κρίνουμε (κάνω ό,τι είδα)- Αποφυγή λεκτικοποίησης ή θεωρητικής σύλληψης των κινήσεων. Ενίσχυση διαισθητικής εκτέλεσης (εξωλεκτικό ημισφαίριο- βουβό). Συνδέει κανείς τον εαυτό του με το περιεχόμενο αυτού που βλέπει χωρίς να παρεμβάλει λέξεις ή σύμβολα. Πως αλλάζει το ίδιο κινητικό υλικό περνώντας από το ένα άτομο στο άλλο? Τι σχέση έχει το τελικό υλικό με το αρχικό?

Βλέπουμε ένα κινητικό υλικό. Προσπαθούμε να το αποδώσουμε λεκτικά και ύστερα κινητικά. Η λεκτική απόδοση που έχει προηγηθεί θα επηρεάσει την κινητική?

Δημιουργούμε κινητικό υλικό έχοντας μία ιδέα. Προσπαθούμε να περιγράψουμε τι κάναμε. Ακούμε τις περιγραφές των υπολοίπων γι αυτό. Το ξανακάνουμε, έχει αλλάξει κάτι? Η ερμηνεία που δίνουν οι άλλοι γι αυτό που είδαν επηρεάζει αυτό που κάνουμε?

Μαθαίνω το κινητικό υλικό που έχω φτιάξει σε κάποιον άλλο. Πως νιώθω βλέποντας κάποιον να κάνει το υλικό μου? Αλλάζει η αντίληψη που είχα γι αυτό?

Ξεκινάμε να δημιουργήσουμε κινητικό υλικό έχοντας μία ιδέα. Στη συνέχεια προσπαθούμε να αφήσουμε το βουβό μας ημισφαίριο να εκφραστεί χωρίς να κρίνουμε ή να ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά του. Προσπαθήσαμε να δούμε αν η κίνηση που δημιουργήθηκε μπορεί να μας τροφοδοτήσει με καινούριες σκέψεις ή/και συναισθήματα, αν μπορεί να μας κάνει να ανακαλύψουμε καινούρια μονοπάτια. Μπορούμε να αφήσουμε το βουβό μας ημισφαίριο να μας οδηγήσει  σε κάτι διαφορετικό από αυτό που σκεφτόμασταν όταν δημιουργήσαμε το υλικό?

Παρατηρήσεις
Ήταν πολύ δύσκολο να απαντήσουμε στην ερώτηση "Τι είδες?". Διαπιστώσαμε πως η απάντηση είχε να κάνει με μία λογική ιστορία/ερμηνεία του υλικού. Παρόλο που ξέραμε το ζητούμενο- αυτό που έκανε ο άλλος ήταν μία διαδρομή περνώντας από τέσσερα προκαθορισμένα σημεία στο χώρο- η περιγραφή ξέφευγε τελείως από την ανάλυση της πορείας του.

Δυσκολευτήκαμε πολύ να αποδώσουμε λεκτικά αυτό που είδαμε και πολλές φορές απαντήσαμε “Δεν ξέρω τι είδα”, όμως όταν την επόμενη στιγμή μας ζητήθηκε να το αποδώσουμε κινητικά, ήμασταν αρκετά ακριβείς σε σχέση με αυτό που είχαμε δει. Προφανώς και παρατηρούσαμε πολλά περισσότερα από ότι μπορούσαμε να εκφράσουμε λεκτικά.

Η λεκτική περιγραφή του υλικού ήταν πολύ προσωπική και διέφερε αισθητά από άτομο σε άτομο. Όμως, ανεξάρτητα από την εμπειρία στο χορό και την κίνηση, η κινητική απόδοση, είχε πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ των ατόμων. Φαινόταν ότι προσπαθούσαμε να κάνουμε "απλώς" αυτό που είδαμε.

Όταν  ερμηνεύσαμε πρώτα λεκτικά το υλικό και ύστερα κινητικά, αυτό που κάναμε είχε πιο πολύ σχέση με αυτό που είπαμε. Μεταμορφώναμε το υλικό ανάλογα με την λεκτική ερμηνεία που δώσαμε.

Σε ένα πείραμα είδαμε την Πανωρέα να περιγράφει το υλικό της Αγγελικής λεκτικά και ύστερα με βάση την περιγραφή της, κινητικά. Αργότερα σε άλλο πείραμα απέδωσε κατ΄ ευθείαν το ίδιο σχεδόν υλικό  κινητικά, χωρίς να το ερμηνεύσει λεκτικά. Στην πρώτη περίπτωση αυτό που έκανε είχε να κάνει με το πως μετέφρασε αυτό που είδε, δηλαδή με την ιστορία που είχε γράψει- "Ανακατεύω στη θάλασσα για να σε βρω στο βυθό"- έκανε αυτό που έγραψε. Στη δεύτερη περίπτωση, παρόλο που δυσκολευόταν κινητικά, φαινόταν ότι προσπαθούσε να αποδώσει "απλώς" την κίνηση.

Το αρχικό κινητικό υλικό υλικό άλλαξε αρκετά περνώντας από το ένα άτομο στο άλλο μέσω της διαδικασίας "Βλέπω- Κάνω" κι έτσι στο τέλος μεταλλάχθηκε σε κάτι νέο. Ήταν ενδιαφέρον να παρατηρούμε ταυτόχρονα τα άτομα να κάνουν αυτό που είδαν- όλοι έκαναν κάτι διαφορετικό. Δημιουργήθηκαν ενδιαφέρουσες συνθέσεις και σχέσεις μεταξύ των ατόμων.

Οι περισσότεροι απαντήσαμε ότι νιώσαμε πολύ περίεργα βλέποντας κάποιον να κάνει το υλικό που δημιουργήσαμε. Bλέποντας το σαν θεατές, μας έδωσε μία διαφορετική εικόνα από που είχαμε στο μυαλό μας όταν κινούμασταν.

Ήταν πολύ δύσκολο να απαντήσουμε "Τι κάναμε", τουλάχιστον κυριολεκτικά. Οι απαντήσεις αφορούσαν εικόνες που μας δημιουργήθηκαν ενώ κινούμασταν.
Ασυναίσθητα μεταμορφώσαμε το κινητικό μας υλικό ανάλογα με τις περιγραφές που έδωσαν οι άλλοι γι αυτό.

Σε σχέση με την προσπάθεια να αφήσουμε το βουβό μας ημισφαίριο να εκφραστεί χωρίς να κρίνουμε τη συμπεριφορά του με σκοπό να το αφήσουμε να μας οδηγήσει κινητικά, όσο αφορά την Πανωρέα παρατήρησα ότι παρόλο που δεν είναι χορεύτρια, μπόρεσε πραγματικά να αφήσει υλικό της να μεταμορφωθεί ανάλογα με τα συναισθήματα που της γεννιόντουσαν ανά πάσα στιγμή. Μετά από 30 λεπτά αυτοσχεδιασμού, ξεκίνησε να μας περιγράφει - χωρίς να της έχω ζητήσει να μιλήσει, της είπα μόνο "κάνει ό,τι θες" - πως όταν χορεύει νιώθει σαν "δολοφόνος στο χωριό των νάνων"!


Όσο αφορά την Αγγελική παρατήρησα ότι είχε μεγάλη ικανότητα να αφήνει το υλικό της να την τροφοδοτεί και να την οδηγεί σε κάτι καινούριο. Προέκυψαν πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές, όμως στη συνέχεια ήταν πολύ δύσκολο να αναπαράγει αυτό που είχε κάνει και να κρατήσουμε το υλικό για τη χορογραφία. Στο παρακάτω βίντεο, είχε ξεκινήσει με τον αριθμός της (1/5) και άφησε την κίνηση που προέκυψε να την οδηγήσει σε κάτι νέο.


Όσο αφορά εμένα, η διαδικασία κράτησε σχεδόν όσο και η διαδικασία της έρευνας. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω τον αριθμό μου (ρίζα 9= 3), προέκυψαν 3 κινήσεις όπου σχημάτιζα με τα χέρια μου τον αριθμό 9. Τις κινήσεις αυτές κράτησα σε όλη την διαδικασία και με τον καιρό τις εμπλούτισα. Κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω άβολα κάνοντας αυτό που είχα δημιουργήσει- μου φαινόταν κενό. Ήταν σαν να είχα εγκλωβίσει τον εαυτό μου, αλλά αποφάσισα να επιμείνω για να δω που θα με "πάει". Ένα πρωί ξύπνησα στις 6.30 το πρωί και δοκίμασα να ξανακάνω στο δωμάτιο μου το σόλο που είχε εν τω μεταξύ δημιουργηθεί. Το αποτέλεσμα παρουσιάστηκε στην χορογραφία. Κρίνοντας το εκ των υστέρων νιώθω ότι προέκυψε σαν αντίδραση στα συναισθήματα που μου γέννησε το αρχικό υλικό.

Ερωτήματα
Τι σχέση έχει αυτό που κάνεις σαν ερμηνευτής, με αυτό που βλέπει το κοινό? Σε αφορά και σε ποιο βαθμό το ερώτημα αυτό?

Έχουμε ανάγκη σαν θεατές να ερμηνεύουμε ανά πάσα στιγμή λογικά αυτό που βλέπουμε? Μπορούμε να αφήσουμε την κίνηση των σωμάτων να μας "γεννήσει" σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες, χωρίς να μας ενδιαφέρει η λεκτική ερμηνεία?

Πόσο αλλάζει η αντίληψη που έχω για το κινητικό υλικό που είδα, όταν δοκιμάσω να το κάνω και το αντίστροφο? 

Που στοχεύεις σαν δημιουργός/ερμηνευτής, στο λεκτικό, ή στο βουβό ημισφαίριο του θεατή? Η απάντηση μπορεί να είναι αναπόφευκτα και στα δύο- όμως, πως θα μπορούσε να δουλευτεί το κινητικό υλικό αν συνειδητά επιλέξεις να εστιάσεις στο ένα απ τα δύο?

Πως μπορεί να μεταλλαχθεί το ίδιο κινητικό υλικό περνώντας από το ένα άτομο στο άλλο μέσα από δύο διαδικασίες: "βλέπω- λέω- κάνω" κ.ο.κ/  "βλέπω-κάνω" κ.ο.κ.

Βιβλιογραφία
Τα παρακάτω βιβλία και ποιήματα αποτελούν την κύρια πηγή έμπνευσης για την ερευνά μου:

Το Δέντρο Της Γνώσης, H. Maturana & F. Varela, Εκδόσεις Κάτοπτρο

Οι Παράλληλοι Εαυτοί Μας, Ε. Σαββάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Συμβουλή σε νεότερους ποιητές (e. e. cummings)
Ποιητής είναι κάποιος που αισθάνεται, και που εκφράζει τα αισθήματα του με λέξεις.
Αυτό μπορεί να ακούγεται εύκολο. Δεν είναι.
Πολλοί νομίζουν ή πιστεύουν ή ξέρουν ότι αισθάνονται- αλλά αυτό είναι νομίζω ή πιστεύω ή ξέρω, όχι αισθάνομαι. Και η ποίηση είναι αισθάνομαι- όχι ξέρω ή πιστεύω ή νομίζω.
Σχεδόν οποιοσδήποτε μπορεί να μάθει να νομίζει ή να πιστεύει ή να ξέρει, αλλά ούτε ένας δεν μπορεί να μάθει να αισθάνεται. Γιατί; Επειδή, όποτε νομίζεις ή πιστεύεις ή ξέρεις, είσαι κάποιος άλλος, αλλά τη στιγμή που αισθάνεσαι, δεν είσαι παρά μόνο ο εαυτός σου.
Το να μην είσαι παρά μόνο ο εαυτός σου- σε ένα κόσμο που πασχίζει, μέρα νύχτα, να σε κάνει τον οποιοδήποτε άλλο- σημαίνει να δώσεις τη σκληρότερη μάχη που ένας άνθρωπος μπορεί να δώσει, και να μη σταματάς ποτέ να τη δίνεις.
Το να μην εκφράζεις, άλλωστε παρά μόνο τον εαυτό σου με λέξεις, σημαίνει να προσπαθείς λίγο περισσότερο απ όσο κάποιος που δεν είναι ποιητής μπορεί να φανταστεί. Γιατί; Επειδή δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο απ το να χρησιμοποιείς τις λέξεις σαν να είσαι κάποιος άλλος. Όλοι μας κάνουμε ακριβώς αυτό, σχεδόν κάθε στιγμή- κι όποτε το κάνουμε, δεν είμαστε ποιητές.
Αν, στο τέλος των πρώτων δέκα ή δεκαπέντε χρόνων που πάλεψες, προσπάθησες και αισθάνθηκες, ανακάλυψες πως έχεις γράψει ένα στίχο ενός ποιήματος, να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ τυχερό.
Γι αυτό λοιπόν η συμβουλή μου σε όλους τους νέους που επιθυμούν να γίνουν ποιητές είναι: κάντε κάτι εύκολο, μάθετε για παράδειγμα πως να φουσκώνετε τον κόσμο- εκτός αν δεν είστε μόνο πρόθυμοι  αλλά θα σας έδινε και χαρά, να αισθάνεστε και να προσπαθείτε και να μάχεστε ως το τέλος.
Ακούγεται θλιβερό; Δεν είναι.
Είναι η πιο υπέροχη ζωή στη γη επάνω.
Ή τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι.

Μικρή υπαρξιακή παρένθεση (T. Λειβαδίτης)
Ποιος είσαι, λοιπόν, πίσω απ' αυτό το πρόσωπο που η κάθε μέρα τ' αλλάζει, ποιος είσαι πίσω απ' τις πράξεις που κάνεις τη μέρα, πίσω απ' τις πράξεις που συλλογίζεσαι τη νύχτα. Αρίθμητα πρόσωπα μέσα σου, καθένα ζητάει να υπάρξει σκοτώνοντας το άλλο- ποιο είναι το αληθινό; Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο που κανείς καθρέφτης δεν μπορεί να σου το δώσει; Αρπαγές, βιαιότητες, τρόμοι, εγκλήματα που δεν έκανες ορίζουν το αίμα σου. Κάθε χειρονομία σου είναι βαριά από χιλιάδες ξένα κι άγνωστα πεπρωμένα. Όταν λες: μισώ, ο πρώτος φόνος του κόσμου ξαναγίνεται μέσα σου, ενώ απ' το βάθος της αυτοθυσίας σου σε κοιτάνε ειρωνικά τ' άγρυπνα, ιδιοτελή μάτια του τριχωτού προγόνου σου.

Πίνακας αγνώστου ζωγράφου (Τ. Λειβαδίτης)
Kι έζησα πάντα με τον εαυτό μου, σαν δυο ακροβάτες που μισούνται θανάσιμα που όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν κι ετοιμάζει το θάνατο ο ένας του άλλου, μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα και το θέατρο ξεχειλίσει απ' την πελώρια αναμονή ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί να, που βρίσκονται κιόλας πάνω απ' το μίσος και τον κίνδυνο και το θαυμασμό και τον χρόνο ― αδερφωμένοι ξαφνικά μες στην παμμέγιστη αρετή της Τέχνης.